-
1 πεδιάδα
[пэдьада] ουσ. Θ. равнина, открытое поле.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πεδιάδα
-
2 низменность
-
3 равнина
-
4 низменность
геогр. η πεδιάδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > низменность
-
5 пампасы
(пампа) (южноамериканские степи) η πάμπα (ξεν.), η νοτιοαμερικάνικη μεγάλη πεδιάδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пампасы
-
6 поле
1. (физ., мат.) το πεδίοсоздавать (магнитное электрическое) - δημιουργώ (μαγνητικό, ηλεκτρικό) -лётное - πτήσεων, το αεροδρόμιοсиловое - δυνάμεων, δυναμικό -2. (безлесная равнина) η πεδιάδα 3. (возделанный под посев участок земли) το χωράφι, ο αγρός 4 (обширное пространство чего-л.) το πεδίοτο γήπεδο5. (область, сфера чего-л.) το πεδίο 6. (в книге, тетради, рукописи и т.п.) το περιθώριο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поле
-
7 равнина
η πεδιάδα. равно мат. ίσον. равнобедренный мат. ισοσκελής. равновероятный мат. ισοπιθανός. равновесие η ισορροπίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > равнина
-
8 внизу
внизунареч κάτω, χάμω, στά χαμηλά:жить \внизу ὁ) μένω στό κάτω πάτωμα (на нижнем этаже), б) ζῶ στον κάμπο, ζῶ στήν πεδιάδα (в низине). -
9 долина
долинаж ἡ κοιλάδα, ἡ κοιλάς, ἡ πεδιάδα, ὁ κάμπος, τό λαγκάδι:\долина реки́ ἡ κοιλάδα του ποταμού. -
10 равнина
равнинаж ἡ πεδιάδα, ἡ πεδιάς. -
11 расстилаться
расстил||атьсянесов1. (о дыме, тумане) στρώνομαι, ἀπλώνομαι·2. (простираться) ἀπλώνομαι, ἐκτείνομαι:вдалеке \расстилатьсяа́ется равнина μακρυά ἀπλώνεται πεδιάδα. -
12 волнистый
επ., βρ: -ист, -а, -оκυματοειδής•-ая линия κυματοειδής γραμμή•
-ые волосы μαλλιά κυματιστά (οντουλέ), σπαστά, τσακιστά.
|| λοφώδης•-ая равнина λοφώδης πεδιάδα.
-
13 всхолмлённый
επ.λοφοσκεπής, πλήρης λοφίσκων•-ая равнина λοφοσκεπής πεδιάδα.
-
14 застилать
ρ.δ. (κυρλξ. κ. μτφ.) στρώνω, απλώνω, καλύπτω, σκεπάζω•застилать весь пол коврами στρώνω όλο το πάτωμα με χαλιά•
туча -ла солнце το σύννεφο σκέπαζε τον ήλιο•
дым -а.л небо ο καπνός σκέπαζε τον ουρανό•
туман -ал глаза η ομίχλη μου κάλυπτε την όραση•
слезы -ли глаза τα δάκρυα επισκότιζαν την όραση.
καλύπτομαι, σκεπάζομαι•равнина -лась туманом η πεδιάδα σκεπάζονταν με ομίχλη.
-
15 поле
-я, πλθ. -я ουδ.1. πεδιάδα άδεντρη, ακάλυπτη. || χωράφι, αγρός•пахать поле οργώνω το χωράφι•
удобрение -лей λίπανση των αγρών.
2. γήπεδο•тбольное поле γήπεδο ποδοσφαίρου.
|| πεδίο•поле обстрела πεδίο βολής•
поле учений πεδίο ασκήσεων•
поле зрения πεδίο όρασης ή οπτικό πεδίο•
минное поле ναρκοπέδιο•
магнитное поле μαγνητικό πεδίο•
широкое поле деятельности πλατύ πεδίο (σφαίρα) δράσης•
марсово поле πεδίο του Αρεως•
элисиские -я Ηλί-σια πεδία.
|| ο φόντος.3. περιθώριο•тетрадь с полями τετράδιο με περιθώριο•
замтки на -ях παρατηρήσεις στο περιθώριο.
4. πλθ. -я ο γύρος (μπορ) καπέλου.5. κυνηγετική εποχή.εκφρ.поле боя, битвы, сражения, брани – πεδίο της μάχης•поле смерти – παλ. πεδίο της μάχης. -
16 предгорный
επ.μπροστά από τα βουνά•-ая равнина η μπροστά από τα βουνά πεδιάδα.
-
17 равнина
-ы θ.πεδιάδα, κάμπος. -
18 раздольный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно;1. εκτεταμένος, εκτενής•-ая степь εκτεταμένη πεδιάδα.
2. μτφ. ελεύθερος, απεριόριστος. -
19 свидетель
-я α. -ница, -ы θ.μάρτυρας•быть -ем чего-л. είμαι μάρτυρας για κάτι•
брать кого в -и παίρνω κάποιον για μάρτυρα•
очевидный свидетель αυτόπτης μάρτυρας•
свидетель со стороны обвинения ή свидетель обвинения μάρτυρας κατηγορίας•
свидетель в пользу обвиняемого ή свидетель защиты μάρτυρας υπεράσπισης•
он приводит в -ли такого-то историка αυτός επικαλείται τη μαρτυρία (τα λεγόμενα) κάποιου ιστορικού•
вскрыть завещание при -ях ανοίγω τη διαθήκη μπροστά σε μάρτυρες•
призвать ή пригласить в -и καλώ για μάρτυρα, επικαλούμαι τη μαρτυρία.
|| μτφ. θεατής•эта равнина была -цей многих битв αυτή η πεδιάδα ήταν μάρτυρας πολλών μαχών.
-
20 солончаковый
επ.αλατούχος• αρμυρός•-ая почва αλατούχο έδαφος.
|| με αλατούχα εδάφη•-ая степь πεδιάδα με αλατούχα εδάφη.
|| που ευδοκιμεί σε αλατούχα εδάφη•-ыв расте-нин φυτά αλατούχων εδαφών.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πεδιάδα — Όρος της γεωγραφίας που υποδηλώνει –στο μορφολογικό περιβάλλον των ξηρών που έχουν αναδυθεί– όλες εκείνες τις περιοχές η επιφάνεια των οποίων δεν παρουσιάζει καθορισμένο υψόμετρο ή δεν έχουν μεγάλη υψομετρική διαφορά από την επιφάνεια της… … Dictionary of Greek
πεδιάδα — η οριζόντια και επίπεδη έκταση γης, κάμπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πεδιάδα — Πεδιάς flat fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεδιάδα — πεδιάς flat fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αβραάμ, πεδιάδα — (Plains of Abraham).Ιστορική πεδιάδα στον Καναδά κοντά στο Κεμπέκ. Η μάχη της π.Α. (1759) μεταξύ Άγγλων και Γάλλων σήμανε το τέλος της γαλλικής ηγεμονίας στον Καναδά. H π.Α. έχει μετατραπεί σε εθνικό δρυμό. Στην περιοχή της υπάρχει επιβλητικό… … Dictionary of Greek
διαβρωσιγενής πεδιάδα — Όρος της γεωμορφολογίας με τον οποίο χαρακτηρίζεται μια περιοχή που εξομαλύνθηκε και ισοπεδώθηκε από τη διάβρωση και παρουσιάζει επιφάνεια ελαφρώς επικλινή και ανισόπεδη. Γενικά, η δ.π. είναι μια μορφή προχωρημένης διαβρωτικής ενέργειας, κατά την … Dictionary of Greek
Μεσόγεια — Πεδιάδα της Αττικής (μήκος 25 χλμ., πλάτος περίπου 14 χλμ., κατώτερο υψόμ. 228 μ.) ΝΑ της Αθήνας, η αρχαία Μεσόγαια ή Μεσογαία. Συνδέεται με το λεκανοπέδιο της Αττικής στον μεγάλο αυχένα ανάμεσα στα βουνά Υμηττός και Πεντελικό, όπου βρίσκεται το… … Dictionary of Greek
Κωπαΐδα — Πεδιάδα της Βοιωτίας, η οποία άλλοτε ήταν λίμνη. Περιβάλλεται από τα βουνά της Λοκρίδας, τον Ελικώνα, το Σφίγγιο και τα ανατολικά υψώματα του Παρνασσού. Η λεκάνη, στη βαθύτερη περιοχή της οποίας υπήρχε άλλοτε η ομώνυμη λίμνη, δημιουργήθηκε από… … Dictionary of Greek
Θριάσιο πεδίο — Πεδιάδα γύρω από την Ελευσίνα, η οποία πήρε την ονομασία της από τον δήμο Θριάς ή Θριούντος, στον οποίο ανήκε κατά την αρχαιότητα. Από το Θ.π. περνούσε η πομπή των Ελευσίνιων, στη διάρκεια των Ελευσίνιων Μυστηρίων … Dictionary of Greek
Καταλαυνικά Πεδία — Πεδιάδα της γαλλικής Καμπανίας, μεταξύ Σαλόν σιρ Μαρν και Τρουά, όπου ο Αέτιος και ο Θεοδώριχος νίκησαν τον Αττίλα, το 451 μ.Χ. Βλ. λ. Αττίλας … Dictionary of Greek
Κουλίκοβο — Πεδιάδα στη νότια Ρωσία, που περικλείεται από τους ποταμούς Ντον, Νεπράτσα και Κρασίβαγια Μετσά. Μάχη του Κ. Μάχη που διεξήχθη στις 8 Σεπτεμβρίου 1830 μεταξύ των ρωσικών στρατευμάτων, που τελούσαν υπό τις διαταγές του πρίγκιπα του Βλαντιμίρ και… … Dictionary of Greek